σταφυλάγρα

σταφυλάγρα
η, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ-άγρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταφυλάγρᾳ — σταφυλάγρᾱͅ , σταφυλάγρα forceps for taking hold of the uvula fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλάγραν — σταφυλάγρᾱν , σταφυλάγρα forceps for taking hold of the uvula fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλάγρῃσι — σταφυλάγρα forceps for taking hold of the uvula fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλεπάρτης — ὁ, ΜΑ η σταφυλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἐπάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλοκάτοχον — τὸ, Α η σταφυλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κατέχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”